- πλακουντήριος
- πλᾰκουντ-ήριος, ον,A for making cakes, τήγανον Mariaap.Zos.Alch. p.236B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακουντήριος — ον, Α [πλακοῡς, οῡντος] ο χρήσιμος για την κατασκευή πλακούντων … Dictionary of Greek
πλακουντηρίου — πλακουντήριος for making cakes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)